Τετάρτη 25 Νοεμβρίου 2009

TIMHTIKH ΒΡΑΔΙΑ ΕΙΡΗΝΗ ΧΑΛΚΟΥ 22/11/2009




xalkou.gif


Η Χαλκορήνη του παραδοσιακού τραγουδιού

«Νάξο μου όμορφο νησί
καμάρι των Κυκλάδων
είσαι η μάνα των βιολιών
μα και των ποιητάδων»

Αυτός ο τόπος γέννησε και συνεχίζει να γεννά και ν’ ανατρέφει γνήσια τέκνα, γεμάτα αξιοσύνη, που καταφέρνουν να εκφράζουν συναισθήματα αγνά κι αληθινά, βιώματα, εμπειρίες, γνώσεις αλλά και θύμησες μέσα από ρίμες και στίχους. Στίχους, των οποίων οι ήχοι ομοιοκαταλήγουν, οι σκέψεις όμως και τα νοήματα, έτσι όπως πλάθονται, ξετυλίγουν μια αξιοθαύμαστη διαφοροποίηση και ζωντάνια, μια ετερογένεια που σε καμμία περίπτωση δεν αμφισβητείται η γνησιότητα και η αυθεντικότητά της.
Κι όμως σα να θαρρεί κανείς πως οι λέξεις που πλέκονται σαν σ’ ένα πολύχρωμο και με ποικίλα σχέδια υφαντό δεν είναι δημιούργημα ανθρώπου, αλλά ενός θεού. Ίσως όμως και ο συνδυασμός της ανθρώπινης φύσης με την έμπνευση, αυτή την θεόσταλτη ικανότητα, είναι ακόμα καλύτερος για να πάρουν μια μορφή τα νοήματα κι οι σκέψεις.
Ποιητής είναι αυτός που δημιουργεί, αυτός που δίνει πνοή σ’ ό,τι φτιάχνει, υλικό ή πνευματικό. Ποιητής είναι αυτός που παίρνει την πραγματικότητά του, όποια μορφή κι αν έχει, και την εξυψώνει, την πνευματικοποιεί. Η σκληρότητα και η δύσκολη κατάσταση, ο καημός και η πίκρα μέσα από το στίχο γίνονται αόριστα, αλλά ίσως προσιτά μέσα για την αναστολή του πόνου, το ίδιο και η χαρά. Η δυσάρεστη, αλλά και η ευχάριστη έκφανση της ζωής παίρνουν άλλες διαστάσεις όταν εκφραστούν έντεχνα.
Σημασία έχει όμως ο άνθρωπος, ο βιώνων την κατάσταση, ο πράττων, ο παθών, το πρόσωπο εκείνο του οποίου η ζωή γίνεται τραγούδι. Ένα τραγούδι που άλλοτε χαίρει, υμνεί τη χαρά, τον έρωτα, τη ζωή και άλλοτε πάλι πολεμά τον πόνο, την σκληρότητα, την αδιαφορία και κάθε είδους δυσκολία. Ίσως έτσι να τα φέρνει η ζωή σε όσους αξίζουν να τη ζήσουν. Οι εναλλαγές είναι αυτές που κρατούν τον άνθρωπο ζωντανό και πείσμονα να συνεχίσει. Και η Ειρήνη Χάλκου είναι μια γυναίκα που ζει και βιώνει την κάθε στιγμή, όσο κι αν πληγώνεται και στεναχωριέται. Μένει όμως ευχαριστημένη. «Με ρωτούν: ‘Που οφείλεται η ζωντάνια σου;’. Ποια ζωντάνια αναρωτιέμαι… Αγαπώ τη ζωή και γι’ αυτό θέλω να την παρατείνω. Αυτό έχω σκοπό. Τα χρόνια δεν τα μέτρησα ποτέ…». Αυτά είναι τα πρώτα λόγια της ποιήτρας του Αιγαίου, όταν ένα ανοιξιάτικο πρωινό του προηγούμενου χρόνου άνοιξε την πόρτα του σπιτιού της, μα κυρίως της καρδιάς της, για να μας μιλήσει…
Το σπίτι της μικρό και λιτό, κοντά σε μια πλατεία μ’ ένα συντριβάνι, του οποίου ο ήχος ακούγεται σαν κελάρισμα από ρυάκι. Μπροστά στο σπίτι μια μικρή αυλή με μια συκιά και άλλα μικρά και μεγάλα φυτά. Εκεί, σ’ ένα τραπεζάκι κάτω από τη συκιά, η Χαλκορήνη έχει γράψει άπειρους στίχους και τραγούδια, που έμελλαν να αγγίξουν την ψυχή μας, όταν τραγουδήθηκαν από τους Κονιτοπουλαίους και άλλους άξιους εκπροσώπους της ναξιώτικης μουσικής παράδοσης. «Αν ήμουνα αλλού δεν θα έκανα… Είμαι στενάχωρος άνθρωπος …όσο με βλέπεις γελαστή και πρόσχαρη… Αυτό το έχω. Την κλεισούρα δεν την μπορώ».
Γεννήθηκε στο Δανακό της Νάξου από πατέρα αρχιμουσικό και μάνα ποιήτρα. Τα περισσότερα μέλη της οικογένειας είχαν πάρει το μουσικό χάρισμα, οι δυο της αδελφοί, η αδελφή της η Φιλίππα, καθώς και η ίδια. «Η ζωή μου όλη ήτανε τραγούδι… και κλάμα βέβαια…». Στα 10 της περίπου χρόνια ο πατέρας της πεθαίνει. Για κείνον πρωτοείπε στίχους, πράγμα το οποίο της σημάδεψε τη ζωή. Από τότε και στο εξής σκεφτόταν και μιλούσε με στίχους. Χειμώνα, καλοκαίρι φορούσε μια άσπρη ζακέτα που είχε μια τσέπη. Εκεί μέσα είχε πάντοτε ένα χαρτί κι ένα μολύβι, γιατί όπου κι αν ήταν έγραφε. Μετάνιωσε που δεν έμαθε ένα μουσικό όργανο. Ο αδελφός της ο Γιάννης, ικανός τσαμπουνιάρης, έπαιζε τσαμπούνα ακόμα και τη νύχτα, ενώ πολλές φορές την παράταγε και άρχιζε να τραγουδά. Εκείνη ήθελε να μάθει σουβλιάρι, αλλά οι γονείς της δεν την ‘έσπρωξαν’. Το ίδιο συνέβη και με τα γράμματα, που τ’ αγαπούσε υπερβολικά. Οι γονείς της δεν την άφησαν. Η τύχη των κοριτσιών εκείνης της εποχής ήταν αλλιώς καθορισμένη. Εκείνη όμως ήταν προκομένη και ικανή να κάνει περισσότερα από αυτά που επέτρεπε η κοινωνία,
Στα 29 της ήρθε στην Αθήνα, ύστερα από τις στεναχώριες που δοκίμασε στο χωριό. Για τα μάτια εκείνων ήταν πια “γεροντοκόρη” και έπρεπε να φύγει για να αντέξει. Και στην Αθήνα όμως δεν μπορούσε να κάνει. «Δεν κάνεις Ερήνη για ξενιτιά, είπε η μάνα μου. Είσαι στενάχωρη και θα ραίσεις σαν το χελιδόνι…». Κόντεψε να πεθάνει. Έκανε 3 εγχειρήσεις. Τι να έκανε όμως; Δεν υπήρχε δρόμος γυρισμού. Παρόλη την πίκρα που πήρε δεν κακολόγησε κανέναν. Έδειξε μεγαλοψυχία και ανωτερότητα στην σκληρή και άδικη συμπεριφορά μιας κοινωνίας που θεωρούσε την προίκα μοναδικό κριτήριο για έναν γάμο και όχι την αγάπη. Μεγάλωσε 3 παιδιά, δουλεύοντας σαν νταντά. «Δεν περίμενα ν’ αγαπήσω τόσο πολύ τα μωρά», μας λέει και το χαμόγελό της πλατύ για τα 3 αγόρια που ανέθρεψε με τόση αγάπη.
Στη ζωή της δεν εκδικήθηκε ποτέ. Παραπονέθηκε ίσως, αλλά δεν έκανε κακό σε κανέναν. Αναρωτιέται σήμερα: «Γιατί να’ μαι έτσι; Ούτε στα συναισθήματα έχω αλλάξει, ούτε στην καλοσύνη, αν δεν είναι ζαβάγρα η καλοσύνη… Κατακρίνω το κακό αλλά χαίρομαι που δεν είμαι σαν αυτό. Δε ζήλεψα ποτέ. Αγαπώ τους ανθρώπους, αλλά αδικώ την αχαριστία…».
Η σχέση της με το τραγούδι έχει τις ρίζες της στα νεανικά της χρόνια. Όλοι παρακαλούσαν να πηγαίνει στα συκομαζώματα γιατί τραγουδούσε και έφτιαχνε παρέα. Η δουλειά γινόταν μ’ αυτόν τον τρόπο μια γιορτή και κατέληγε να ‘ναι η ωραιότερη ώρα όλων. Πήγαιναν με τραγούδι και επέστρεφαν μ’ αυτό. «Τώρα δεν υπάρχει κίνηση. Δεν υπάρχει επικοινωνία. Το νερό είναι στο σπίτι. Τα λιομαζώματα καταργούνται… Η ζωή ήταν δύσκολη τότε. Τρώγαμε μόνο χόρτα και λάδι…». Τραγούδαγε μες στο μαεργιό και η μητέρα της, δεινή ποιήτρα, της έλεγε: «Όμορφα να το λες, για δε μ’ αρέσει… Άμα ανοίγεις το στόμα σου να το λες μερακλίδικα το τραγούδι, για να σ’ ακούσει ο άλλος…». Κι έτσι έκανε, γι’ αυτό άλλωστε και πάντα κατάφερνε να ξεσηκώνει και να ξελογιάζει τον κόσμο με τους στίχους της. Η δουλειά ήταν πολλή και σκληρή, το ίδιο και η αγωνία και η φτώχεια. Υπήρχε όμως ζωντάνια και όρεξη. Τα κοπέλια του χωριού έκαναν πατινάδα στις αγαπημένες τους «… και μεις τα κοπελούδια, χωρίς φανάρι, ανάβαμε φύργανα για να δούνε οι κοπελιές τα κοπέλια να περνούνε… Ήτανε το κάτι άλλο…». Και στα κάλαντα, όλοι μαζί ξεκινούσαν από το πρώτο σπίτι του χωριού μέχρι και το τελευταίο και τραγουδούσαν παίρνοντας κεράσματα, όπως ρακή, λουκουμάδες, τηγανίτες, ελιές, σύκα, βιδόκοπα.
Αυτά τα βιώματα μας περιγράφει η Ειρήνη Χάλκου μέσα στα τραγούδια της και κανείς δεν μπορεί να την αμφισβητήσει. «Ωραίες εποχές… ανεπανάληπτες… τα λέμε σαν παραμύθια. Όσες προσπάθειες κι αν γίνουν δεν θα’ ναι όπως παλιά… λυπάμαι γι’ αυτό που χάνεται… ποτέ δεν είναι αργά. Ας μείνει λίγο από τα παλιά».
Η νοσταλγία για στιγμές, όπως τα πειράγματα, τα ευτράπελα, τα παιχνίδια, τον έρωτα, τις χιονιές, τη δουλειά, τα έθιμα, τις γιορτές και τόσα άλλα έγινε η πηγή έμπνευσης για τραγούδια που όχι απλά τραγουδήθηκαν, αλλά αγαπήθηκαν και εμποτίστηκαν στο είναι καθενός από εμάς. «Είμαι η παράδοση… δεν περιμένω άνθρωπο να μου πει πάνω σ’ αυτά τίποτα, γιατί τα ‘χω ζήσει όλα…».
Και τα έζησε και τα τραγούδησε και πρόθυμα τα έδωσε και σε άλλους να τα πουν. Η συνεργασία της με τον Γιώργο Κονιτόπουλο, την Ειρήνη Κονιτοπούλου- Λεγάκη, τον Γιάννη Πάριο, τον Βαγγέλη Κονιτόπουλο και όλα αυτή τη γενιά δείχνει όλα τα παραπάνω. Με παρότρυνση μιας ανιψιάς της πήγε στον Γιώργο Κονιτόπουλο και του έδωσε το τραγούδι «Το σχολείο». Βαθιά μέσα της δεν ήθελε να πάει, γιατί φοβόταν πως θα ρεζιλευτεί. Ευτυχώς που αυτή η ανασφάλεια δεν κράτησε γιατί έτσι ξεκίνησαν όλα. Κάθε φορά που έγραφε ένα τραγούδι το βαθμολογούσε. Μόνο έτσι έκρινε αν θα μπορούσε να το δώσει να μελοποιηθεί.
Για τη σημερινή πορεία του νησιώτικου τραγουδιού, η Χαλκορήνη είναι ρεαλίστρια και ειλικρινής: «Καμμία σχέση με τα νησιώτικα. Να ‘βγαινε ένα νέο παιδί να του ‘δινα στίχους… Οι ίδιοι τα χαλάσανε. Πέθανε ο Γιώργος, έφυγε η Ειρήνη… Κολλήσανε στο λαϊκό. Οι ίδιοι χάνουν, μα δεν το καταλαβαίνουν ή δε θέλουν να το καταλάβουν; Ο κόσμος θέλει το γλέντι το παλιό. Έτσι απομακρυνόμαστε από την παράδοση. Έχουν ξεγελάσει τον κόσμο. Προσθέτοντας τη λέξη θάλασσα νομίζουν ότι είναι νησιώτικο τραγούδι. Δεν είναι όμως η θάλασσα. Είναι το περιεχόμενο. Να περιγράφεις τι και πως, το χωριό, τι έκανα, πως έζησα…». Ωστόσο, πιστεύει πως υπάρχει ελπίδα, αν οι σύλλογοι βοηθήσουν. Η ίδια δεν μπορεί να γράψει για κάτι διαφορετικό. «Το καλό τραγούδι δεν κουράζει, όποτε και όπου και να το πεις… το καλό τραγούδι φαίνεται…τώρα θέλουν το ντάπα ντούπα… αυτόν το χορό δεν τον νοιώθουν, δεν είναι μερακλίδικος. Ο χορός είναι άλλο… είναι ο μερακλίδικος. Να τονε χορεύεις και όχι να σε χορεύει, να τονε νοιώθεις…». Νοσταλγεί την ομορφιά και την απλότητα του μπάλλου, «όπου το κάθε πάτημα ήταν κι ένα μεράκι…».
«Τώρα πια δεν γίνεται τίποτα. Δεν είναι τα προβλήματα που υπάρχουν, αλλά η πλεονεξία και η εξέλιξη…».
Ετούτη την εξέλιξη
Και τη ζωή την πλάνα
Χάνει η μάνα το παιδί
Και το παιδί τη μάνα…

Έτσι εξηγεί η Χαλκορήνη πως τα πάντα άλλαξαν. «Το χρήμα χάλασε την ανθρωπιά και το να κάμω… οι συγκρίσεις». Ίσως αυτό να είναι ένα ελάττωμα των Ναξιωτών, ίσως και όλων των Ελλήνων, όταν δεν αναγνωρίζουν την προσφορά και την εξέλιξη του άλλου, παρά μόνο όταν πεθάνει. «Εκεί βγαίνουν όλα τα χαρίσματα…», λέει χαριτολογώντας. «Αν έχω προσφέρει ας το αναγνωρίσουν. Εγώ δεν εχάλασα και χαίρομαι γι’ αυτό…».
Η Ειρήνη Χάλκου είναι μια στιχοποιός, μια ποιήτρα της θαλασσινής ζωής, μα και της στεριανής, που η ίδια η ζωή την ενέπνευσε και την ώθησε να γράψει. Γιατί μέσα από τις εναλλαγές που βίωσε έχει βρει τον εαυτό της, ξέρει τι θέλει και ξέρει τι λέει. «Αν μπορεί κανείς να μ’ αδικήσει γι’ αυτό που λέω… έχω πολλές φουρτούνες, στεναχώριες… αλλά είμαι ευχαριστημένη με τη ζωή που έζησα, παρόλες τις πίκρες. Δεν έχω κανέναν κι όμως με ενδιαφέρει να μάθω ειδήσεις, να διαβάσω. Είμαι ευχαριστημένη, γιατί χόρεψα, γλέντησα, εκουβέδιασα, αγάπησα, αγαπήθηκα, πόνεσα αλλά και χάρηκα. Αγάπησα τη ζωή…».
Οι παρακάτω στίχοι της ίδιας είναι ο καλύτερος επίλογος για έναν άνθρωπο που όλοι μας πρέπει να θυμηθούμε, για μια δημιουργό που μας συντροφεύει σε κάθε στιγμή της ζωής μας με τους στίχους της:
Στο φτωχοκάλυβο που ζω
Θα ζω και θα δημιουργώ
όσο χρονών κι αν γίνω.
Μα σένα κόσμε ψεύτικε
που δε μ’ αγάπησες ποτέ
δεκάρα δεν σου δίνω.

Θ΄ αναζητήσω μια γωνιά
ίσως και βρω τη λησμονιά
σαν ένας ερημίτης.
Θα φτιάξω κήπο πράσινο
θα χαίρομαι το δειλινό
σα βγαίνει ο αποσπερίτης.

Τώρα να μη ρωτάς
που ζω και πως υπάρχω.
Τώρα δε σε χρειάζομαι
και μοναχή θα νοιάζομαι
αυτό που θέλω να ‘χω.


Categories: Λαογραφία




  1. 21/11/2009 σε 10:32 μμ #1
    Δημοσιεύτηκε στο περιοδικό του Συλλόγου Ναξιωτών Αγίων Αναργύρων “Οι Νάξιοι”, τεύχος 10 (2005).







  2. stavros
    22/11/2009 σε 11:31 πμ #2
    Μπράβο Μαρία.
    Έχεις όμως δουλειά να κάνεις λόγω ειδικότητας.
    Πρέπει, μέσα από τα ποιήματά της, τους στίχους της να αποθησαυριστούν ιδιωματικές Ναξιώτικες λέξεις και να γίνει ένα γλωσσάρι. Έτσι θα πλουτίσει “το ήδη ανύπαρκτο” για τη Νάξο λεξικό των ιδιωματικών λέξεων και εκφράσεων. Μια δουλειά που ξεκίνησε η Ακαδημία Αθηνών και βρίσκεται ακόμα στο -Δ-.
    Μαρία καλό ξεκίνημα για την ιστορία του νησιού σου και την απόδοση Τιμής στην Χαλκορείνη. Φωτεινή παντογνώστρα

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου